ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
- Ποιά είναι τα ερεθίσματα που σε οδήγησαν να εκφραστείς με το γραπτό λόγο;
Δεν εκφράζομαι μόνο μέ τo γραπτό λόγο αλλά και με τον προφορικό, με την καθημερινή μου πράξη στο καμίνι τής ασφάλτου κι ίσως καλύτερα με τις άκρες των δαχτύλων μου.
0 πατέρας μου είχε μαζί του στη Μικρασιατική εκστρατεία ένα σακίδιο γεμάτο βιβλία. Θα πρέπει να τού ήταν εξίσου πολύτιμα με το νερό, αφού τον συντρόφεψαν στην πορεία μέσα από την Αλμυρή έρημο και στην οπισθοχώρηση ως τα καράβια κι από κεί στη Θεσσαλονίκη. Μερικά από τα βιβλία αυτά έφτασαν αργότερα στα παιδικά μου χέρια. Σήμερα αποτελούν τη μοναδική μου κληρονομιά. Δεν θα 'ναι υπερβολή αν πω οτι μαθητής τού δημοτικού είχα ήδη διαβάσει εκατοντάδες βιβλία κι αναρίθμητα άλλα έντυπα κι είχε πια μέσα μου αποκρυσταλλωθεί η πεποίθηση ότι θα γινόμουν συγγραφέας.
Ο γραπτός λόγος επιδέχεται την κατάλληλη επεξεργασία πού μπορεί να τον καταστήσει σύντομο, σαφή και εύστοχο και, θεωρητικά τoυλάχιστον, επιτρέπει την σε βάθος επικοινωνία με μεγάλο αριθμό ανθρώπων , γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για μένα. Ένα ακόμη συναρπαστικό στοιχείο είναι ή ιδιαίτερη εκείνη γοητεία της λογοτεχνίας πού δημιουργεί ο άξιος τεχνίτης και που αναβλύζει από την ίδια τη μαγεμένη του ψυχή.
- Ποιές από τις παρακαταθήκες των προηγούμενων γενεών στάθηκαν ορόσημο στο έργο σου; Κι αν υποτεθεί πώς αυτές οι γενιές αποτέλεσαν το θεμέλιο για τη δική σου θεώρηση τού κόσμου, σε ποία σημεία διαπιστώνεις να υπάρχουν ιδεολογικές, μορφικές, θεματικές διαφοροποιήσεις η αναστολές;
Ο Miguel Hernandez είπε: "Η λεμονιά στην αυλή μου ασκεί μεγαλύτερη επίδραση στη δουλειά μου από όλους μαζί τούς ποιητές". Εγώ προσθέτω: "Τα μάτια τού παιδιού μου, τα μάτια των παιδιών τού στρατοπέδου Σάμπρα αποτελούν το φως και το θεμέλιο για τη δική μου θεώρηση τού κόσμου". Ακούστε. Ανήκω στη διαχρονική γενιά των 2 ως 4 ετών πού κέρδισε τη γνώση χωρίς να χάσει την αθωότητα. Τ' αδέρφια μου σημάδεψαν όλες τις συμβατικές γενιές μ'ένα μελάνι ανεξίτηλο. Μπορεί να μην τούς αναφέρει η επίσημη ιστορία και να τούς αγνόησαν οι επιτροπές απονομής βραβείων, αυτοί όμως θα είναι πάντα ο μεγάλος σφυγμός τής μητέρας γής. Η παρακαταθήκη τής γενιάς μου είναι η παιδική, παρθενική ματιά στον κόσμο πού δέχεται και συμμετέχει, γελάει και κλαίει μπροστά στο θαύμα τής ύπαρξης και την οδύνη τού άνθρώπου.
Όμως εγώ ζω στο τέλος τού εικοστού αιώνα. Τα θέματά μου έχουν την ιδιαιτερότητα και το ειδικό βάρος τής εποχής, ή μορφή τού λόγου μου καθρεφτίζει μια αίσθηση κατεπείγοντος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
- Επιδιώκεις το έργο σου να έχει κάποιο κοινωνικό αντίκρισμα; Μίλησε μας για τους οραματισμούς της γενιάς σου στη λογοτεχνία.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπου η προοπτική του αφανισμού, ατομικού και συλλογικού, δεν ήταν τόσο άμεση. Η τραγική αίσθηση ότι μία ανθρωπότητα, μαστουρωμένη από τη δύναμη-αδυναμία της, τα ναρκωτικά και την κατανάλωση, τρεκλίζει στο χείλος τής αβύσσου, είναι για μένα καταλυτική. Δεν υπάρχει λογοτέχνης ή άλλος δημιουργός πού να μην παίζει, είτε το θέλει είτε όχι, είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι, ένα αντικειμενικό κοινωνικό και πολιτικό ρόλο. Η πιο στρατευμένη λογοτεχνία είναι εκείνη πού γίνεται εσκεμμένα ακατανόητη, εκείνη πού ισχυρίζεται οτι είναι ουδέτερη η απολιτική.
Τι κοινό θα μπορούσα να έχω με τούς χάρτινους λογοτέχνες οποιασδήποτε ηλικίας πού σε μία υπό συντέλεια εποχή βυθίζονται σε αισχρή ομφαλοσκόπηση, αναρριχώνται με τις δημόσιες σχέσεις και αυτοϊκανοποίονται από τις σελίδες τον βιβλίων τους και των διαφόρων λογοτεχνικών περιοδικών;
'Εγώ διάβηκα τις πύλες τής κόλασης και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι κατάκτησα την αισιοδοξία τής απόγνωσης και διάλεξα να μιλήσω άπλά και τίμια όπως ή φωτιά. Διατηρώ το δικαίωμα πού πηγάζει από την πρωταρχική αθωότητα τής ματιάς μου στον κόσμο. Ένα χρέος πού πηγάζει από τα δάκρυα και το αίμα των αδερφών μου. Συμπονώ τούς δειλούς, καταλαβαίνω τούς υποκριτές άλλά σιχαίνομαι τούς προδότες και τούς δολοφόνους και στέκομαι όρθιος ανάμεσα στα θύματα.
Αγωνίζομαι ένα διπλό αγώνα πού δεν έχει τέλος. Από τη μια μεριά να κατακτήσω τα εκφραστικά μου μέσα κι από την άλλη να φωτίσω τις κοινωνικές συνθήκες άλλά και τις καρδιές των ανθρώπων , να φέρω ένα μήνυμα όχι απόγνωσης, υποταγής και αυτοκτονίας αλλά αγάπης, συντροφικότητας και αγώνα για την απόκτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Οραματίζομαι μια εποχή πού η λογοτεχνία θα περάσει στη συνείδηση τού κάθε άνθρώπου, θα γίνει κτήμα, βίωμα αλλά και έκφραση του και η σημερινή χυδαία, τυποποιημένη μη-επικοινωνία θα αντικατασταθεί από τον καίριο, ζωντανό και ποιητικό λόγο σε μία ατέρμονη πορεία για υψηλότερες μορφές ζωής.
- Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα θέματά σου βασίζονται σε προσωπικά βιώματα;
Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν έξι χρονών. Φέτος συμπληρώνω 26 ολόκληρα χρόνια σκληρής βιοποριστικής εργασίας. Είχα το προνόμιο να περάσω την κοιλάδα των δακρύων, να φτάσω στην αυτοκτονία και να επιβιώσω. Έζησα συγκλονιστικά κοινωνικά γεγονότα και μία ζωή πλούσια σε αγάπη, πλούσια σε συντροφικότητα, πλούσια σε ταξίδια και κάθε λογής εμπειρίες. Γνώρισα ανθρώπους πού δεν αγγίζει ο θάνατος και η πορεία μου χαρακτηρίστηκε, ίσως για να ταιριάσει στην ιδιοσυγκρασία μου, από έντονες μεταπτώσεις, από την κορυφή του κύματος στο χάος του γκρεμού. Αυτές υπύρχαν, και συνεχίζουν να είναι για μένα πηγή ανεξάντλητες με πεντακάθαρο νερό.
- Ποιοι είναι οι λόγοι που σ΄ έκαναν ν΄ ασχοληθείς περισσότερο με το διήγημα;
Ξεκίνησα πολύ νέος να γράψω μυθιστόρημα. Όσο περνούσαν τα χρόνια, η βαθύτερη ανάγκη για συντομία και συμπύκνωση γινόταν πιο έντονη και σήμερα δεν ξέρω πια αν μπορώ να εκφράσω τον εαυτό μου και την εποχή μας με ποιητικά ή πεζά κείμενα μεγαλύτερα από μερικές σελίδες. Το τραγούδι, το κλάμα ή η κραυγή πρέπει να είναι μέτρα που επιβάλλουν οι καιροί, και χωρίς αμφιβολία δεν χρειάζονται πολλές λέξεις για να πείς πράγματα απλά και συνηθισμένα όπως "σ' αγαπώ", "κράτα το χέρι μου σφιχτά", "εγώ είμαι εδώ", ή να φωνάξεις "βοήθεια".
Συνέντευξη στο Γ. Γαλάντη, Περιοδ. "Διαβάζω" 18.5.1983