εκτύπωση

'Ενας νέος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης
     Με προσωπική ικανοποίηση γράφω σήμερα το σημείωμα αυτό, γιατί διαπιστώνω εκ των πραγμάτων πια την συνεχιζόμενη και στους νεώτατους υπεύθυνη πνευματική παρουσία της Θεσσαλονίκης, μια παρουσία που δεν έχει χάσει τη συνέχειά της, σαράντα σχεδόν τώρα χρόνια.
     Την ευχέρεια τούτης της διαπιστώσεως μου δίνει ένα τελείως πρόσφατο βιβλίο με δώδεκα πεζογραφήματα του νέου λογοτέχνη Τόλη Νικηφόρου με τίτλο "Αλμπατζάλ"......
     Ο συγγραφέας από τις πρώτες ακόμη σελίδες μας εισάγει στο κλίμα του και μας αποκαλύπτει τις προθέσεις του "...αλμπατζάλ, μήπως μπορούμε ποτέ να συνεννοηθούμε πραγματικά; " Το "αλμπατζάλ είναι μια λέξη μονοσήμαντη ή πολυσήμαντη, ένα κλειδί ή ο,τιδήποτε, δεν έχει σημασία, όχι πάντως κάτι ανάλογο προς την κλοουνερίστικη απλοϊκή διάθεση των "λαϊκιζόντων", είναι ένας εύχυμος πομπός από φωνήεντα και σύμφωνα της αστικής ασυνεννοησίας και αντικρύζει τον σημερινό κόσμο με καρτερία, πικρή ειρωνία και γεύση στιγμών ωριμασμένων στο παιγνίδι του "τραγικού"ανθρώπου των υψικαμίνων της ασφάλτου, των επιστημονικών εργαστηρίων, του εξωγήινου ακόμη οραματισμού.
     Βασικό μέλημα του νέου συγγραφέα οι ενοχλητικοί ήχοι της σημερινής ζωής. Είτε ασχολείται με "κοινά" θέματα της τρέχουσας καθημερινότητας είτε με τον ευνουχισμό, όπως του αρέσει να λέει, των συνηθειών και της συνείδησής του, ίσως και από τους ήχους και τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από τη δυνάστευση της πραγματικότητας. Προβάλλει, σε δεύτερο πλάνο, κάποιο "κατηγορώ" το οποίο όμως μερικές φορές αναδύεται με φτηνές συναισθηματικές "λύσεις", ενώ άλλοτε, όταν το επεξεργάζεται στο επίπεδο των αντιθέσεων και ρίχνει πάνω του έντονους προβολείς, αποκτά εύρος ουσιαστικό από μέσα και αίσθηση ευθύνης. Εντύπωση προκαλεί και η ενασχόληση του στο χώρο του παιχνιδιού ........
     Σε κάθε πεζογράφημα προτάσσεται "επιβλητική" σκηνοθεσία και η όλη "στρουκτούρα" έχει θεατρικότητα, ευρηματικότητα, παραστατικότητα, παρ' ότι η υφή του λόγου είναι άλλης καταγωγής. Αυτά αφορούν βέβαια τον τρόπο γραφής που προτίμησε αλλά αποτελούν γι' αυτή την ώρα και τα χαρακτηριστικά του, παρ' ότι ο ίδιος θα έλεγε "δεν εξετάζουμε την πραγματικότητα αλλά τις δυνατότητες"(σελ. 26). Από εδώ έλκει την καταγωγή της, από τούτη την αιτιολόγηση, η "παραμορφωτική"μεταχείριση του υλικού του. Παραμορφώνει τα πράγματα ως το σημείο που τον ενδιαφέρει, όχι τελειωτικά ως την εξουθένωση τους, έτσι τα διασώζει, δίδοντάς τους ξανά τη μορφή τους. Ξεκινά από διαθέσεις και τούτο γίνεται φανερό από την παράθεση, έστω την πλάγια, διαφόρων μότο, από στίχους, παραμύθια ή άλλης ανάλογης καταγωγής κείμενα. 'Ετσι μπορώ να σημειώσω ότι η τάση παραμόρφωσης έχει την αρχή της σε προδιάθεση και όχι σε κείνο το "είδος " που είχε εμφανιστεί πριν μερικά χρόνια και στη δική μας πεζογραφία. Τα ενσταντανέ της καθημερινότητας τα παίρνει βέβαια από άμεσες εντυπώσεις, από στιγμιαία γεγονότα από εφημερίδες, αλλά τα υποτάσσει σε κάποιο δικό του σύστημα, ενώ παράλληλα συντηρούν τη γεύση τους.....
     Υποδειγματικά κλείνει ο κύκλος της παραμόρφωσης στο διήγημα "Τρεις σε μια βάρκα"και όχι στο τελευταίο κομμάτι της συλλογής με τίτλο "Κύκλος". "Γκρίζο πλεούμενο φαγωμένο από χρόνο κι αρμύρα σε θάλασσα γαλήνια" είναι το καταστάλαγμα της πικρής γεύσης του κόσμου του Τόλη Νικηφόρου.
     Θα θυμηθώ από τη σελ. 43 την εξής φράση : " παραβλέπω τις ανθρώπινες αδυναμίες, λεπτομέρειες ασήμαντες όταν υπάρχει η καύσιμη ύλη ". Εδώ συντρέχουν οι "κανόνες" οι μέσα και έξω, της διατήρησης της ζωής καθώς και η ελπίδα του συγγραφέα, ο οποίος στην επαλληλία των συλλογισμών του οδηγήθηκε με στεγνά, κοφτά, πολλές φορές όμως και χυμώδη βήματα εκεί.
     Θα ήθελα, τελειώνοντας, να συμπληρώσω ότι, παρ' όλο που τα σκηνικά στήνονται σε χώρο που καταλύει σύνορα και "τοπικιστικές" αντιθέσεις, συντηρούν στο βάθος τους την παρουσία της Θεσσαλονίκης, την οποία μάλιστα θυμάται ν' αντιπαραθέσει ο συγγραφέας και με το αγχώδες δυτικό Λονδίνο. " Θυμάμαι την Πλατεία Δικαστηρίων βουτηγμένη στη βροχή, την θαμπή πινακίδα του αστυνομικού τμήματος. Ακουμπούσα το μέτωπο στο τζάμι κι ώρα πολλή με υπνώτιζε η ερημιά του τοπίου. Τα μελαγχολικά μέγαρα που λες και δεν κατοικούνταν από ανθρώπους με σάρκα και οστά, αλλά στοιχειά με λούκια για φλέβες και καρδιά μιαν υδραντλία. Η βροχή κατέβαζε πέτρες και λάσπη από την πάνω πόλη και τ' απίθωνε στα πόδια μας, να φτιάξουμε χαβούζες, να τσαλαβουτήσουμε μ' απόλαυση .." (σελ. 42).

Ο Συνεργάτης Α. (Τηλέμαχος Αλαβέρας), Αλμπατζάλ, εφημ. Ελληνικός Βορράς, 17.12. 1971